- προσμιγνύω
- προσμείγνυμι και προσμίγνυμι ΝΜΑ, και προσμειγνύω Ν, και ιων. τ. προσμίσγω Α [μ(ε)ίγνυμι / μ(ε)ιγνύω]νεοελλ.1. ανακατεύω κάτι προσθέτοντας σ' αυτό και αλλά υλικά, αναμιγνύω2. μτφ. νοθεύωαρχ.1. ανακατεύω κάτι επιπροσθέτως2. φέρνω κοντά, ενώνω («τὰ μακρὰ τείχη συνέπεισε καθεῑναι καὶ προσμείξαντας τῇ θαλάσσῃ τὴν πόλιν...», Πλούτ.)3. έρχομαι ή φτάνω κοντά, σιμώνω («προσέμισγον πρὸς τὰς ἐπάλξεις», Θουκ.)4. αγκυροβολώ5. (για επιβάτες πλοίου) αποβιβάζομαι6. έρχομαι αντιμέτωπος, συγκρούομαι και, κυρίως, μάχομαι εκ τού συστάδην7. (αμτβ.) α) έρχομαι σε επαφή, συναναστρέφομαι κάποιονβ) επικοινωνώ («ψυχὴ ἀρετῇ θείᾳ προσμείξασα», Πλάτ.)8. μτφ. α) συνδέω την τύχη, την υπόσταση κάποιου με μια κατάστασηβ) προκαλώ μια, συνήθως δυσάρεστη, κατάσταση σε κάποιον («προσέμειξε... τὸν κίνδυνον ἀπαρασκεύῳ τῇ πόλει», Αισχίν.)γ) προσαρμόζω κάτι προς κάτι άλλοδ) (σχετικά με χρησμό) επαληθεύω.
Dictionary of Greek. 2013.